- ἀπαντῶντας
- ἀπαντάωmove frompres part act masc acc plἀπαντάωmove frompres part act masc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Βοσνία-Ερζεγοβίνη — Κράτος της νοτιοανατολικής Ευρώπης, στη Βαλκανική χερσόνησο, που προέκυψε από τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας.Συνορεύει Β και Δ με την Κροατία και Α και Ν με τη (Νέα) Γιουγκοσλαβία.Το κράτος της Β. Ε. έχει μικρή διέξοδο στην Αδριατική Θάλασσα. Τα… … Dictionary of Greek
ανταλαζονεύομαι — ἀνταλαζονεύομαι (Μ) καυχησιολογώ με τη σειρά μου απαντώντας στις καυχησιές άλλου … Dictionary of Greek
αντεμβοώ — ἀντεμβοῶ ( άω) (Μ) φωνάζω απαντώντας σε κάποιον … Dictionary of Greek
αντικηρύσσω — ἀντικηρύσσω (AM) κηρύσσω απαντώντας σε άλλο κήρυγμα … Dictionary of Greek
αντιμεταρρύθμιση — Αντί για τον όρο Α., με τον οποίο έχει επικρατήσει να χαρακτηρίζεται η δράση που ανέπτυξε η Καθολική Εκκλησία στο δογματικό και πειθαρχικό πεδίο από τη σύνοδο του Τριδέντου (1545) και μετά για να ανακόψει την πρόοδο του προτεσταντισμού, μερικοί… … Dictionary of Greek
αστήρ — I Μυθολογικό πρόσωπο. Γίγαντας που τον σκότωσε η Αθηνά. II Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Λακεδαιμόνιος (6ος αι. π.Χ.). Ο γιος του Αρχιμόλιος σκοτώθηκε και ενταφιάστηκε στην Αττική όταν, ως αρχηγός των στρατευμάτων της Σπάρτης, προσπαθούσε να… … Dictionary of Greek
διπλαπιλογούμαι — και διπλοαπιλογούμαι ( έομαι) (για τη σάλπιγγα) ηχώ απαντώντας. [ΕΤΥΜΟΛ. < διπλ(ο)·* + απιλογούμαι, άλλος τ. τού απολογούμαι] … Dictionary of Greek
επίκουρος — (Σάμος ή Αθήνα 341 π.Χ. – Αθήνα 270 π.Χ.). Φιλόσοφος. Παρακολούθησε τη διδασκαλία του πλατωνικού Παμφίλου, του Ξενοκράτη, του περιπατητικού Πραξιφάνη, ύστερα του Ναυσιφάνη, μαθητή του Δημόκριτου, και του Πύρρωνα, κάθε φορά ανάλογα με τον τόπο… … Dictionary of Greek
προσηγορία — η, ΝΜΑ [προσήγορος] ονομασία, επωνυμία, χαρακτηρισμός που δίνεται σε κάποιον ή κάτι («ἔχουσαν τὴν προσηγορίαν ἀπ αὐτοῡ τοῡ συμπτώματος», Πολ.) μσν. αρχ. 1. φιλικός χαιρετισμός, προσφώνηση («ἤπιά σοι πρὸς τοὺς ἀπαντώντας ἔστω τὰ ῥήματα καὶ… … Dictionary of Greek
υποβλήδην — και δωρ. τ. ὑποβλήδαν Α επίρρ. 1. παρεμβαίνοντας και διακόπτοντας την ομιλία τού άλλου («ὑποβλήδην ἠμείβετο», Ομ. Ιλ.) 2. λοξά, με λοξό βλέμμα («ὑποβλήδην ἐσκέψατο», Ύμν. Ερμ.) 3. σε απάντηση, απαντώντας 4. μιλώντας με την σειρά του 5.… … Dictionary of Greek